- καθαριστήριον
- καθαριστήριον, τό, Ort zum Reinigen, bes. der Metalle
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καθαριστήριον — place for purifying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαριστήριο — το (AM καθαριστήριον) [καθαρίζω] νεοελλ. τόπος στον οποίο γίνεται καθαρισμός, εργαστήριο καθαρισμού («έδωσα τα ρούχα στο καθαριστήριο») μσν. κούπα αρχ. τόπος για εξαγνισμό, για καθαρισμό, καθαρτήριο … Dictionary of Greek